- κακώνυμος
- -η, -ο (Α κακώνυμος, -ον)αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος, ψευδ-ώνυμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακώνυμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακώνυμον — κακώνυμος masc/fem acc sg κακώνυμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακωνύμους — κακώνυμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακωνύμῳ — κακώνυμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακώνυμοι — κακώνυμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακωνυμία — η (Α κακωνυμία) [κακώνυμος] το να έχει κάποιος όνομα κακό, φήμη κακή … Dictionary of Greek
κακωνυμούμαι — κακωνυμοῡμαι, έομαι (Μ) [κακώνυμος] έχω κακό όνομα, κακή φήμη … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek